Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλόγνωμος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
καλόγνωμος, επίθ.
  • Kαλοσυνάτος, καλόκαρδος:
    • καλόγνωμον κοράσιον (Σπαν. O 195).
  • Tο ουδ. ως ουσ. = καλοσύνη:
    • το καλόγνωμον του ανδρός … κατέπαυσε τον θυμόν (Δούκ. 40920).

[<επίθ. καλός + ουσ. γνώμη. Πβ. μτγν. επίθ. καλογνώμων. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλόγνωμος -η -ο [kalóγnomos] Ε5 : χαρακτηρισμός ανθρώπου ήπιου, συγκαταβατικού και ευγενικού. καλόγνωμα ΕΠIΡΡ.

[καλο- + γνώμ(η) -ος (πρβ. ελνστ. καλογνώμων ίδ. σημ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
καλογνωμοσύνη η.
  • Kαλοσύνη:
    • την καλογνωμοσύνην του καλού γαρ του Eκτόρου (Eρμον. Φ 26).

[<επίθ. καλόγνωμος + κατάλ. σύνη. H λ. το 12. αι.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες