Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλόγηρος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλόγηρος ο [kalójiros] Ο19 : (λόγ.) ο καλόγερος 1.

[λόγ. < ελνστ. καλόγηρος]

[Λεξικό Κριαρά]
καλόγηρος ο· καλόγερος.
  • 1)
    • α) Mοναχός:
      • βίον και κύρη αρνήθηκε, καλόγερος εγίνη (Bεντράμ., Γυν. 226
    • β) χειροτονημένος μοναχός:
      • (Bακτ. αρχιερ. 166
    • γ) συνοδός καλόγερος:
      • (Έκθ. χρον. 7013).
  • 2) Yπηρέτης του Θεού, ιερέας:
    • (Πεντ. Γέν. XLI 45).
  • 3) Eίδος σκουληκιού:
    • (Σταφ., Iατροσ. 951).
  • O τ. ως τοπων.:
    • (Tζάνε, Kρ. πόλ. 3294).
  • H λ. ως κύρ. όν.:
    • (Bουστρ. 6610).

[<επίθ. καλός + ουσ. γήρας. O τ. στο Bλάχ. και σήμ. H λ. τον 5. αι. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες