Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καλόβουλος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
καλόβουλος, επίθ.
  • Που έχει φρόνηση, συνετός:
    • τον καλόβουλον γαρ Nέστωρ (Eρμον. Θ 255).

[<επίθ. καλός + ουσ. βουλή. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλόβουλος -η -ο [kalóvulos] Ε5 : 1. που δείχνει ευμενή διάθεση προς κπ. 2. καλόβολος. καλόβουλα ΕΠIΡΡ.

[καλο- + βουλ(ή) 2 -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go