Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καλωστικά, επίρρ.
-
- Tακτικά, καλά:
- στρώνει το (ενν. το κραβάτι) καλωστικά (Σπαν. (Ζώρ.) V 595).
[<επίρρ. καλώς με συμφ. προς τα επιρρ. σε ‑τικά]
- Tακτικά, καλά: