Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλυβίτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
καλυβίτης ο.
  • Aυτός που ζει σε καλύβι·
    • (εδώ ως επών. αγίου):
      • άγιος Ιωάννης ο Καλυβίτης (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 390r).

[μτγν. ουσ. καλυβίτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες