Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλπασμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλπασμός ο [kalpazmós] Ο17 : 1. ο πιο γρήγορος φυσικός βηματισμός του αλόγου, κατά τον οποίο πρώτα σηκώνονται τα μπροστινά πόδια σε μεγαλύτερο ύψος από τα πίσω και ο χρόνος της αιώρησής τους είναι μεγαλύτερος από εκείνον του πατήματος: Mικρός ~, τριποδισμός. Mεγάλος ~. 2. (μτφ.) ταχύτατη και συνήθ. όχι επιθυμητή αύξηση ή εξέλιξη: Ο ~ του τιμαρίθμου / του χρόνου.

[λόγ. < ελνστ. καλπασμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες