Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καλούτσικος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
καλούτσικος, επίθ.
  • 1) Αρκετά καλός:
    • τα παραδείγματά σου … καλούτσικα είναι (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1952).
  • 2)
    • α) Ευχάριστος στην όψη, εμφανίσιμος, ομορφούτσικος:
      • περιβόλιν καλούτσικον (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1343
      • πολλά καλούτσικος, ξανθόγενος υπήρχεν (Χρον. Τόκκων 2586
    • β) καλός (με συμπάθεια):
      • Καλλίμαχε καλούτσικε (Καλλίμ. 1367
    • γ) ευνοϊκός, κατάλληλος:
      • με άνεμον καλούτσικον αρμένισεν (Θησ. (Foll.) I 41).

[<επίθ. καλός + κατάλ. ούτσικος. Η λ. στο Meursius (τζ‑) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλούτσικος -η -ο [kalútsikos] Ε5 : αρκετά καλός, σε βαθμό όχι πολύ ικανοποιητικό: Είναι ~ μαθητής. Πώς σου φάνηκε το έργο; - Kαλούτσι κο ήταν. || ούτε πολύ ωραίος, αλλά ούτε και άσχημος: Kαλούτσικη ήταν η νύφη. καλούτσικα ΕΠIΡΡ: Πώς είσαι / πώς έγραψες; -~.

[μσν. καλούτσικος < καλ(ός) -ούτσικος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go