Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλούτσικα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
καλούτσικα, επίρρ.
  • 1) Αρκετά καλά:
    • (Θησ. (Foll.) I 51).
  • 2) Mε καλό τρόπο:
    • (Χρον. Tόκκων 311).

[<επίθ. καλούτσικος. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες