Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλούδι το [kalúδi] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : (λαϊκότρ.) χαρακτηρισμός δώρων ή γλυκισμάτων που προσφέρονται συνήθ. σε παιδιά: Ο πατέρας ήρθε φορτωμένος με καλούδια.
[καλ(ό) -ούδι]



