Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καλοψυχία η.
-
- Καλή ψυχική διάθεση, καλοσύνη:
- εις ώραν γαρ καλοψυχίας να τον έχουσιν συντύχει (Χρον. Μορ. H 8549).
[<επίθ. καλόψυχος + κατάλ. ‑ία. Η λ. και σήμ.]
- Καλή ψυχική διάθεση, καλοσύνη:



