Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλοχωνεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλοχωνεύω [kaloxonévo] -ομαι Ρ5.2 : (συνήθ. στη μππ.) 1. για τροφή που χωνεύτηκε καλά. ANT κακοχωνεύω. 2. (μτφ.) με άρνηση, συμπαθώ: Δε με καλοχωνεύουν οι γονείς σου.

[καλο- + χωνεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες