Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καλοσυνάτος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
καλοσυνάτος, επίθ.
  • 1) Που έχει καλή διάθεση, καλοσύνη:
    • (Eρωτόκρ. B´ 290).
  • 2) (Προκ. για πληγή) που είναι σε στάδιο καλυτέρευσης:
    • (αυτ. E´ 138).

[<ουσ. καλοσύνη + κατάλ. άτος. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλοσυνάτος -η -ο [kalosinátos] Ε3 : 1α. που έχει καλό και ήπιο χαρακτήρα: ~ άνθρωπος. β. που ανήκει ή που ταιριάζει σε έναν καλοσυνάτο άνθρωπο: Kαλοσυνάτη ψυχή. Kαλοσυνάτο πρόσωπο / βλέμμα. 2. για μαλακό, ανοιξιάτικο καιρό. καλοσυνάτα ΕΠIΡΡ: Mε κοίταξε ~.

[μσν. καλοσυνάτος < καλοσύν(η) -άτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go