Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καλοσυνάτα, επίρρ.
-
- Mε καλή διάθεση, καλοπροαίρετα:
- να κάμω καλοσυνάτα ό,τι μπορώ (Eρωτόκρ. B´ 1676).
[<επίθ. καλοσυνάτος. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]
- Mε καλή διάθεση, καλοπροαίρετα:



