Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καλοσκοπώ.
-
- Kοιτάζω, εξετάζω κ. πολύ καλά:
- αν έτυχε κανείς να τα καλοσκοπήσει τ’ αργόχειρα τά κάμνασιν (Γεωργηλ., Θαν. 180).
[<επίρρ. καλά + σκοπώ. H λ. στο Du Cange (‑ίζειν)]
- Kοιτάζω, εξετάζω κ. πολύ καλά: