Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καλοριζικιά
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
καλοριζικιά η· καλοριζικία.
  • Kαλό ριζικό, καλή τύχη, ευτυχία:
    • στην καλοριζικιά μηδένας δεν κατέχει και να γνωρίσει φανερά φίλο καλό ποιον έχει (Στάθ. Γ´ 149).

[<επίθ. καλορίζικος + κατάλ. ιά. Ο τ. στο Meursius. Η λ. στο Βλάχ. (ζοι‑)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go