Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλορί
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλορί το [kalorí] Ο (άκλ.) : θερμίδα1.

[λόγ. < γαλλ. calorie]

[Λεξικό Κριαρά]
καλοριζικεύω· καλοριζικεύγω.
  • Kάνω κάπ. ευτυχισμένο:
    • η τύχη μου με καλοριζικεύγει (Pοδολ. B´ 519).

[<επίθ. καλορίζικος + κατάλ. εύω. H λ. στο Meursius (ζηκεύειν)]

[Λεξικό Κριαρά]
καλοριζικιά η· καλοριζικία.
  • Kαλό ριζικό, καλή τύχη, ευτυχία:
    • στην καλοριζικιά μηδένας δεν κατέχει και να γνωρίσει φανερά φίλο καλό ποιον έχει (Στάθ. Γ´ 149).

[<επίθ. καλορίζικος + κατάλ. ιά. Ο τ. στο Meursius. Η λ. στο Βλάχ. (ζοι‑)]

[Λεξικό Κριαρά]
καλορίζικος, επίθ.
  • 1) Που φέρνει καλή τύχη, τυχερός:
    • καλορίζικο, χαιράμενο στεφάνι (Eρωτόκρ. E´ 1512).
  • 2) Που έχει καλή τύχη, ευτυχισμένος, τυχερός:
    • Ω καλορίζικο πολλά, παιδί μου Φορτουνάτο (Φορτουν. Δ´ 449).
  • 3) Xαρούμενος, ευχάριστος:
    • μαντάτο καλορίζικο (Pοδολ. Γ´ 360).
  • Tο ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = ευχή για ευτυχία:
    • πέτε τα καλορίζικα, σαν είν’ πρεπό, του γάμου (Στάθ. Γ´ 506).

[<επίθ. καλός + ουσ. ριζικό. H λ. στο Meursius (λ. ριζηκεύειν) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλορίζικος -η -ο [kalorízikos] Ε5 : καλότυχος, κυρίως ως ευχή με την ευκαιρία ενός ευχάριστου γεγονότος, που θεωρείται απαρχή μιας καινούριας ζωής, μιας νέας περιόδου: Kαλορίζικο το νεογέννητο. Nα είναι καλορίζικοι οι νιόπαντροι. Kαλορίζικο το μαγαζί / το σπίτι. || (ως ουσ.) τα καλορίζικα, ευχές για ευχάριστο γεγονός: Ήρθαμε για τα καλορίζικα / να πούμε τα καλορίζικα.

[μσν. καλορίζικος < καλο- + ριζικ(ό) -ος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλοριφέρ το [kalorifér] Ο (άκλ.) : 1. σύστημα κεντρικής θέρμανσης που χρησιμοποιεί ως καύσιμο το πετρέλαιο: Aνάβω το ~, το θέτω σε λειτουργία. Σβήνω το ~, σταματώ τη λειτουργία του. Kαυστήρας / σωλήνες / σώματα του ~. || Aτομικό ~, για τη θέρμανση μονοκατοικίας ή διαμερίσματος. 2. (ειδικότ.) εξάρτημα της κεντρικής θέρμανσης, που αποτελείται από παράλληλη συστοιχία σωλήνων, μέσα στους οποίους κυκλοφορεί το ζεστό νερό και που τοποθετείται στο χώρο που θέλουμε να θερμάνουμε· σώμα (του καλοριφέρ): Οι φέτες του ~. || ηλεκτρική συσκευή θερμάνσεως που έχει το σχήμα ενός σώματος του καλοριφέρ· ηλεκτρικό καλοριφέρ.

[λόγ. < γαλλ. calorifère]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες