Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλοπερασάκιας ο [kaloperasákas] Ο4 πληθ. καλοπερασάκηδες : (οικ., μειωτ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου που αποφεύγει οτιδήποτε απαιτεί προσπάθεια ή συνεπάγεται ταλαιπωρία και που ενδιαφέρεται μόνο για μια άνετη και ευχάριστη ζωή.
[καλοπέρασ(η) -άκιας]



