Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλοπίχερος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
καλοπίχερος, επίθ.· καλοπιχέρος.
  • 1)
    • α) Που έχει καλό χερικό, τυχερός, αίσιος:
      • (Eρωτόκρ. E´ 1212
    • β) κατάλληλος:
      • Pεμέδια καλοπίχερα (Kατζ. Γ´ 119).
  • 2) Που έχει ευγενική καταγωγή:
    • ο καλοπίχερος ο καβαλλάρης (Mαχ. 44613).
  • 3) Που κάνει το καλό, το σωστό, έντιμος, χρηστός:
    • να ’στε φρενίμοι, να πολομάτε τό πρέπει, ως γιον πολομούν οι καλοπιχέροι ανθρώποι (Βουστρ. 2923· Aσσίζ. 17611, 36626).

[<επίρρ. καλώς + επιχειρώ. H λ. στο Bλάχ. (πεί‑) και σήμ. κρητ.]

[Λεξικό Κριαρά]
καλοπιχεροσύνη η.
  • Εντιμότητα:
    • (Ξόμπλιν φ. 131r).

[<επίθ. καλοπίχερος + κατάλ. σύνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες