Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καλομοίρης -α -ικο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
καλομοίρης, επίθ.
  • Kαλότυχος, ευτυχισμένος:
    • (Eρωφ. Δ´ 599).

[<επίθ. καλόμοιρος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλομοίρης -α -ικο [kalomíris] Ε9 : που είναι καλότυχος. ANT κακομοίρης.

[καλο- + μοίρ(α) -ης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go