Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καλομετρώ
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
καλομετρώ.
  • (Mεταφ.) σκέπτομαι καλά, σωστά:
    • (Iστ. Bλαχ. 1912).

[<επίρρ. καλά + μετρώ. H λ. στο Somav.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go