Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καλοκοιτάζω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλοκοιτάζω [kalokitázo] -ομαι Ρ2.2 & καλοκοιτώ [kalokitó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 (μόνο στο ενεστ. θ.) : (οικ.) 1. παρατηρώ κτ. με πολλή προσοχή, συνήθ. σε αρνητική πρόταση. 2. δείχνω ενδιαφέρον για κπ., συνήθ. ερωτικό.

[μσν. καλοκοιτάζω < καλο- + κοιτάζω· μεταπλ. κατά το κοιτάζω > κοιτώ]

[Λεξικό Κριαρά]
καλοκοιτάζω.
  • Παρατηρώ κάπ. με προσοχή, κοιτάζω καλά, προσεκτικά:
    • Aφού καμπόσο στάθηκε και καλοκοίταξέ τον, την πρόσοψήν του γνώρισε (Θησ. E´ [355]).

[<επίρρ. καλά + κοιτάζω. H λ. στο Somav. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go