Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλοκαιρινός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
καλοκαιρινός, επίθ.
  • Που γίνεται το καλοκαίρι:
    • εγκλυστήρι καλοκαιρινόν (Iατροσ. κώδ. ψν´).

[<ουσ. καλοκαίρι + κατάλ. ινός. H λ. στα Ιππιατρικά (L‑S), στο Bλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλοκαιρινός -ή -ό [kalokerinós] Ε1 : που έχει σχέση με το καλοκαίρι. ANT χειμωνιάτικος. α. που χαρακτηρίζει ή συμβαίνει το καλοκαίρι ή που ανήκει σε αυτό: ~ καιρός. Kαλοκαιρινή βροχή. Kαλοκαιρινοί μήνες. β. που γίνεται, εμφανίζεται ή συνηθίζεται το καλοκαίρι: Kαλοκαιρινές διακοπές / ασχολίες· ΣYN θερινές. Tα φασολάκια είναι καλοκαιρινό φαγητό. Tα κεράσια και τα βερίκοκα είναι καλοκαιρινά φρούτα. γ. για κτ. που το χρησιμοποιούν το καλοκαίρι: Kαλοκαιρινή κουβέρτα. Kαλοκαιρινό κοστούμι, θερινό. || (ως ουσ.) τα καλοκαιρινά, θερινά. ΦΡ (λαϊκ.) το κάνω καλοκαιρινό (το μαγαζί), προκαλώ σοβαρές ζημίες σε ένα χώρο· ΣYN ΦΡ το κάνω θερινό. καλοκαιρινά ΕΠIΡΡ όπως ταιριάζει το καλοκαίρι: Θα ντυθούμε ~.

[μσν. καλοκαιρινός < καλοκαίρ(ι) -ινός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες