Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλογυμνασμένος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
καλογυμνασμένος, μτχ. επίθ.
  • Γυμνασμένος καλά:
    • (Kορων., Mπούας 19).

[<επίρρ. καλά + μτχ. παρκ. του γυμνάζω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες