Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καλογραμμένος, μτχ. επίθ.
-
- Kαλότυχος:
- (Περί ξεν. 141).
[<επίρρ. καλά + μτχ. παρκ. του γράφω. H λ. και σήμ.]
- Kαλότυχος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλογραμμένος -η -ο [kaloγraménos] Ε3 : ANT κακογραμμένος. 1. που είναι γραμμένος με τρόπο καλαίσθητο και ευανάγνωστο: Kαλογραμμένη αντιγραφή. Kαλογραμμένο τετράδιο. 2. για γραπτό κείμενο που είναι σωστά διατυπωμένο και δομημένο: Ένα καλογραμμένο άρθρο / μυθιστόρημα.
[μσν. καλογραμμένος < καλο- + γραμμένος μππ. του γράφω]



