Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλογερόπαπας ο [kalojerópapas] Ο6 : (λαϊκότρ.) ιερομόναχος.
[μσν. καλογερόπαπας < καλόγερ(ος) -ο- + παπ(άς) -ας]
[Λεξικό Κριαρά]
- καλογερόπαπας ο.
-
- Iερομόναχος:
- (Παϊσ., Iστ. Σινά 632).
[<ουσ. καλόγερος + παπάς]
- Iερομόναχος:



