Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλογεροπαίδι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλογεροπαίδι το [kalojeropéδi] Ο44 : παιδί ή νέος που έχει φορέσει το μοναχικό σχήμα, ως δόκιμος μοναχός.

[καλόγερ(ος) -ο- +παιδ(ί) -ι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες