Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καλογερική η.
-
- H ιδιότητα ή η ζωή του καλόγερου:
- τον εδίδαξε και την μοναστικήν πολιτείαν της καλογερικής (Iστ. πατρ. 1087).
[θηλ. του επιθ. καλογερικός ως ουσ. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]
- H ιδιότητα ή η ζωή του καλόγερου:



