Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καλογερικά
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
καλογερικά, επίρρ.
  • Mε καλογερικό τρόπο:
    • ενδεδυμένο καλογερικά (Δωρ. Mον. (Βαλ.) 45).

[<επίθ. καλογερικός. H λ. στο Somav.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go