Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλογεράκι
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
καλογεράκι το.
  • Nέος σε ηλικία καλόγερος:
    • (Π. N. Διαθ. φ. 244β 10).

[<ουσ. καλόγερος + κατάλ. άκι. H λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες