Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καλοβαλμένος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλοβαλμένος -η -ο [kalovalménos] Ε3 : 1. για κπ. που είναι πολύ καλά και κομψά ντυμένος. ANT κακοβαλμένος2. || Kαλοβαλμένο σπίτι, καλόγουστα επιπλωμένο. 2. για κτ. που είναι καλά τοποθετημένο: Tα έπιπλα είναι καλοβαλμένα στο δωμάτιο.

[καλο- + βαλμένος μππ. του βάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go