Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλοαρματωμένος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
καλοαρματωμένος, μτχ. επίθ.· καλαρματωμένος.
  • Που είναι καλά εξοπλισμένος:
    • φουσσάτ’ αναπαμένα … και καλαρματωμένα (Παλαμήδ., Bοηβ. 1036).

[<επίρρ. καλά + μτχ. παρκ. του αρματώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες