Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλοαρμάτωτος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
καλοαρμάτωτος, επίθ.
  • Που είναι καλά εξοπλισμένος:
    • καλοαρμάτωτον στρατιάν (Παράφρ. Xων. 232).

[<επίρρ. καλά + αρματώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες