Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλοαναθρεμμένος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
καλοαναθρεμμένος, μτχ. επίθ.· καλαναθρεμμένος.
  • Που έχει καλή ανατροφή:
    • (Aιτωλ., Pίμ. M. Kαντ. 25).

[<επίρρ. καλά + μτχ. παρκ. του ανατρέφω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλοαναθρεμμένος -η -ο [kaloanaθreménos] Ε3 : που έχει διαπαιδαγωγηθεί σωστά, που έχει πάρει καλή αγωγή. ANT κακοαναθρεμμένος: ~ άνθρωπος. Kαλοαναθρεμμένο παιδί.

[λόγ. < καλοανατεθραμμένος < καλο- + ανατεθραμμένος μππ. του αρχ. ἀνατρέφω και προσαρμ. στη δημοτ. με παράλ. του αναδιπλ., μτφρδ. γαλλ. bien élevé (πρβ. μσν. καλαναθρεμμένος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες