Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καλλίμαχος, επίθ.
-
- Που αγωνίζεται γενναία:
- ο υιός της καλλιμάχου της Λητούς (Eρμον. H 42).
[<καλλι‑ + ουσ. μάχη. H λ. τον 4. αι.]
- Που αγωνίζεται γενναία:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<καλλι‑ + ουσ. μάχη. H λ. τον 4. αι.]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |