Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καλλίγραμμος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλλίγραμμος -η -ο [kalíγramos] Ε5 : για γυναικείο κυρίως σώμα, που έχει καλή διάπλαση και αρμονικές γραμμές: Kαλλίγραμμη νέα. Nέα με καλλίγραμμα πόδια / με καλλίγραμμες γάμπες. || (ως ουσ.).

[λόγ. καλλι- + γραμμ(ή) -ος μτφρδ. ιταλ.(;) di belle linee]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go