Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καλιακούδα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλιακούδα η [kalakúδa] Ο26 : πουλί με μαύρο πτέρωμα, που φωλιάζει σε ρωγμές βράχων ή σε ερείπια· κάργα: Mαύρη σαν ~, για γυναίκα πάρα πολύ μαύρη. (έκφρ.) πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν ~, όταν σκοτεινιάζει πολύ ο ουρανός από πυκνά σύννεφα ή όταν πέφτει το σκοτάδι της νύχτας.

[ίσως *κολοιακούδα με υποχωρ. αφομ. [o-a > a-a] < κολοιακούδ(ι) -α < κόλοιακ(ας) -ούδι < αρχ. κολοι(ός) -ακας (ορθογρ. απλοπ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go