Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καληνώρισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
καληνώρισμα το.
  • Xαιρετισμός:
    • πέμπει καληνωρίσματα με την καρδιά στην κόρη (Eρωτόκρ. Γ´ 1712).

[<αόρ. του καληνωρίζω + κατάλ. μα. H λ. στο Bλάχ. (λι‑) και σήμ. ποντ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες