Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλεσμένος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλεσμένος ο [kalezménos] Ο18 θηλ. καλεσμένη [kalezméni] Ο30 γεν. πληθ. καλεσμένων : αυτός που τον έχουν καλέσει σε κάποια κοινωνική, επιστημονική ή καλλιτεχνική εκδήλωση· προσκεκλημένος: Στο γάμο τους είχαν πολλούς καλεσμένους. H (τάδε) είναι η επίσημη καλεσμένη του συνεδρίου.

[ουσιαστικοπ. μππ. του καλώ· καλεσμέν(ος) -η]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες