Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καλεμκιάρης ο.
-
- Γραφέας (καλός, καλλιγράφος):
- ήτον (ενν. ο κυρ Δανιήλ) άνθρωπος, θεωρητικός, … γραμματικός, καλεμκιάρης, λογιότατος (Συναδ. φ. 34r).
[<τουρκ. kalemkâr]
- Γραφέας (καλός, καλλιγράφος):