Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλαμώδης
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
καλαμώδης, επίθ.
  • Γεμάτος καλάμια:
    • τόπος … καλαμώδης (Aχιλλ. N 1516).

[αρχ. επίθ. καλαμώδης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες