Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καλαμιώνας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλαμιώνας ο [kalamnónas] Ο2 : έκταση γεμάτη με καλαμιές.

[μσν. καλαμιώνας < ελνστ. καλαμεών, αιτ. -ῶνα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go