Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καλαμιών ο· καλαμιώνας.
-
- Tόπος γεμάτος από καλάμια:
- εμπήκε μέσα σε έναν καλαμιώνα κι εκρύφτη (Xρον. σουλτ. 4933).
[<μτγν. ουσ. καλαμεών. O τ. στο Bλάχ. και σήμ.]
- Tόπος γεμάτος από καλάμια:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλαμιώνας ο [kalamnónas] Ο2 : έκταση γεμάτη με καλαμιές.
[μσν. καλαμιώνας < ελνστ. καλαμεών, αιτ. -ῶνα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]



