Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλαμαράς ο [kalamarás] Ο1 : ειρωνικός χαρακτηρισμός λογίου, ανθρώπου των γραμμάτων, που χρησιμοποιείται για να υπογραμμιστεί η απόσταση που τον χωρίζει από τη νοοτροπία και από τα συμφέροντα του απλού λαού.
[καλαμάρ(ι) 2 -άς (διαφ. το μσν. καλαμαράς `κατασκευαστής καλαμαριών 2΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- καλαμαράς ο.
-
- Aυτός που κατασκευάζει καλαμάρια:
- (Διήγ. παιδ. 615).
[<ουσ. καλαμάριν + κατάλ. ‑άς. H λ. και σήμ.]
- Aυτός που κατασκευάζει καλαμάρια:



