Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καλαμίτα
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
καλαμίτα η.
  • Έκφρ. πέτρα καλαμίτα = (φυσικός) μαγνήτης:
    • (Πορτολ. A 3341).

[<ιταλ. calamita. H λ. το 12. αι., στο Βλάχ. (ας πέτρα) και σήμ. ιδιωμ. (Kahane, GR I 355-64, II 453-4)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go