Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καλαισθησία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλαισθησία η [kalesθisía] Ο25 : η ικανότητα που έχει κάποιος να διακρίνει και να εκτιμά ή και να δημιουργεί το αισθητικά καλό, το ωραίο: H επαφή με τα έργα τέχνης αναπτύσσει στους νέους την ~. Σπίτι επιπλωμένο με πολλή ~, γούστο.

[λόγ. καλαίσθη(τος) -σία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go