Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλαθοπλεκτική η [kalaθoplektikí] Ο29 : η τεχνική, η τέχνη της κατασκευής, του πλεξίματος καλαθιών.
[λόγ. κάλαθ(ος) -ο- + πλεκτική, θηλ. του πλεκτικός]



