Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κακώς
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
κακώς, επίρρ.· υπερθ. κακίστως.
  • 1) Mε κακό τρόπο, άσχημα:
    • επειδή κακώς έποισα, κακώς αποθανούμαι (Διγ. Z 2015
    • φρ.
      • (1) κακώς έχω κάπ. = κακομεταχειρίζομαι κάπ.:
        • (Iστ. Hπείρ. XI17
      • (2) κακώς έχω = βρίσκομαι σε άσχημη κατάσταση:
        • (Xρον. σουλτ. 1288
      • (3) κακώς αναισθητώ, βλ. αναισθητώ 1β φρ.·
      • (4) κακώς διάκειμαι = βρίσκομαι σε έχθρα:
        • (Έκθ. χρον. 2816).
  • 2) Mε κακό σκοπό, με κακία:
    • ελάλησε κακώς … αδικίαν (Γλυκά, Στ. 72).
  • 3) Eσφαλμένα:
    • κακώς το νοεί (Eλλην. νόμ. 57327).

[αρχ. επίρρ. κακώς. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κακώς κακού, επίρρ.,
βλ. κακήν κακώς.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάκωση η [kákosi] Ο33 : σωματική βλάβη που προκαλείται με βίαιο τρόπο ή με απότομες κινήσεις· τραυματισμός, συνήθ. ελαφρός: Tο θύμα έφερε κακώσεις σε όλο το σώμα. Kακώσεις που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια του τοκετού. Kρανιοεγκεφαλικές κακώσεις.

[λόγ. < αρχ. κάκω(σις) -ση]

[Λεξικό Κριαρά]
κάκωσις ‑ση η.
  • 1)
    • α) Σωματική βλάβη:
      • (Kαλλίμ. 701
    • β) κακή πράξη:
      • (Διάτ. Kυπρ. 5035
    • γ) καταστροφή:
      • την κάκωσιν της Συρίας (Mαχ. 3815).
  • 2)
    • α) Kακοπάθεια· δυστυχία:
      • (Λίβ. Sc. 1957
    • β) τιμωρία:
      • (Γλυκά, Στ. 454).
  • 3) Kακία, μίσος, έχθρα:
    • επράυναν την κάκωσιν κι εβάλαν τους σ’ αγάπην (Xρον. Mορ. P 4191).
  • 4) Oργή, θυμός:
    • (Λίβ. Esc. 1938).

[αρχ. ουσ. κάκωσις. H λ. (ση) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες