Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κακόψυχα, επίρρ.
-
- (Προκ. για άρρωστο) σε άσχημη κατάσταση, «του θανατά»:
- εφέραν κακόψυχα τον Tζαμ Περές … εις την αρχιεπισκοπήν (Bουστρ. 1768).
[<επίθ. κακόψυχος (Κριαρ.). Πβ. αρχ. ‑ία]
- (Προκ. για άρρωστο) σε άσχημη κατάσταση, «του θανατά»:



