Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κακόφωνος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κακόφωνος, επίθ.
  • Που έχει κακή, βραχνή φωνή:
    • (Πουλολ. 428).

[αρχ. επίθ. κακόφωνος. H λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες