Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κακόφημος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
κακόφημος, επίθ.
  • Που φέρνει κακές ειδήσεις:
    • ο κόραξ ο κακόφημος, ο κήρυξ του θανάτου (Γλυκά, Στ. 42).

[μτγν. επίθ. κακόφημος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κακόφημος -η -ο [kakófimos] Ε5 : για χώρο, οίκημα ή περιοχή όπου συχνάζουν ή εργάζονται άτομα που θεωρούνται χαμηλού ηθικού επιπέδου: ~ οίκος, πορνείο. ~ δρόμος. Kακόφημη συνοικία. Kακόφημα κέντρα.

[λόγ. < ελνστ. κακόφημος `κακόγλωσσος΄ κατά τη σημ. της λ. φήμη2]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go